Greek Meaning of low-spiritedness

καταθλιψη

Other Greek words related to καταθλιψη

Definitions and Meaning of low-spiritedness in English

Wordnet

low-spiritedness (n)

a feeling of low spirits

FAQs About the word low-spiritedness

καταθλιψη

a feeling of low spirits

κακός,καταθλιπτικός,ραγισμένη καρδιά,μελαγχολία,λυπημένος,συγγνώμη,δυστυχισμένος,αναστατωμένος,μπλε,σπασμένη καρδιά

μακάριος,πλευστό,Ανυψωμένος,χαρούμενος,χαρούμενος,χαρούμενος,Χαρούμενος,εκστατικός,ενθουσιασμένος,ευφορικός

low-spirited => καταβεβλημένος, low-sodium diet => Διατροφή χαμηλής περιεκτικότητας σε νάτριο, low-set => χαμηλόμισθος, lowset => ισόγειος, low-salt diet => Διατροφή χαμηλή σε αλάτι,