Greek Meaning of hundredfold

Εκατονταπλάσιο

Other Greek words related to Εκατονταπλάσιο

Definitions and Meaning of hundredfold in English

Wordnet

hundredfold (r)

by a factor of one hundred

Webster

hundredfold (n.)

A hundred times as much or as many.

FAQs About the word hundredfold

Εκατονταπλάσιο

by a factor of one hundredA hundred times as much or as many.

δέσμη,Δωδεκάδα,φορτία,πολύ,στρατός,τόνος,αφθονία,Καράβι γεμάτο,κουβάς,δέσμη

bit,δημητριακά,χούφτα,υπόδειξη,μπουκιά,ουγγιά,Φιστίκια,ψίχουλα,Ακτίνα,σκιά

hundreder => εκατόνταρχος, hundred-and-twenty-fifth => εκατοστή εικοστή πέμπτη, hundred-and-twentieth => εκατοστός εικοστός, hundred-and-thirty-fifth => εκατοστός τριακοστός πέμπτος, hundred-and-thirtieth => εκατοστός τριακοστός,