Greek Meaning of hungarian
Ουγγρικός
Other Greek words related to Ουγγρικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of hungarian
- hung jury => κρεμασμένη κριτική επιτροπή
- hung => κρεμασμένος (κρεμασμένη)
- hundredweight => καντάρι
- hundredth => εκατοστός
- hundred-percenter => εκατό τοις εκατό
- hundredfold => Εκατονταπλάσιο
- hundreder => εκατόνταρχος
- hundred-and-twenty-fifth => εκατοστή εικοστή πέμπτη
- hundred-and-twentieth => εκατοστός εικοστός
- hundred-and-thirty-fifth => εκατοστός τριακοστός πέμπτος
- hungarian capital => Ουγγρική πρωτεύουσα
- hungarian goulash => Ουγγρικός γκούλας
- hungarian grass => ουγγρική χλόη
- hungarian lilac => ουγγρικό πασχαλιά
- hungarian monetary unit => Ουγγρική νομισματική μονάδα
- hungarian partridge => Πέρδικα της Ουγγαρίας
- hungarian pointer => Ουγγρικός δείκτης
- hungarian sauce => Ουγγρική σάλτσα
- hungary => Ουγγαρία
- hunger => πείνα
Definitions and Meaning of hungarian in English
hungarian (n)
a native or inhabitant of Hungary
the official language of Hungary (also spoken in Rumania); belongs to the Ugric family of languages
hungarian (a)
relating to or characteristic of Hungary
hungarian (a.)
Of or pertaining to Hungary or to the people of Hungary.
hungarian (n.)
A native or one of the people of Hungary.
FAQs About the word hungarian
Ουγγρικός
a native or inhabitant of Hungary, the official language of Hungary (also spoken in Rumania); belongs to the Ugric family of languages, relating to or character
No synonyms found.
No antonyms found.
hung jury => κρεμασμένη κριτική επιτροπή, hung => κρεμασμένος (κρεμασμένη), hundredweight => καντάρι, hundredth => εκατοστός, hundred-percenter => εκατό τοις εκατό,