Greek Meaning of chiefest
ο σπουδαιότερος
Other Greek words related to ο σπουδαιότερος
- μεγάλος
- κυρίαρχος
- πρώτο
- ο σημαντικότερος
- μεγαλύτερος
- κορυφαία
- κύριος
- κυρίαρχος
- πρωτεύον
- διευθυντής
- υψηλότερος
- Κεφάλαιο
- καρδινάλιος
- κεντρικός
- εξαίρετος
- μεγάλος, καταπληκτικός
- κλειδί
- κύριος
- επικράτηση
- Ανώτατος
- Πρωθυπουργός
- πρωτόγονος
- προηγούμενος
- κυρίαρχος
- Ανώτατος
- Τόξο
- γιορτάζεται
- εξέχον
- διάσημος
- διάσημος
- Μεγάλος
- υψηλού επιπέδου
- διαπρεπής
- σημαντικός
- ασύγκριτος
- επιδραστικός
- μεγάλος
- ισχυρός
- σημαντικός
- ευγενής
- αξιοσημείωτος
- αξιόλογος
- αριθμός ένα
- Εξαιρετικός
- αλαζόνας
- εξέχων
- περίβλεπτος
- Διάσημος
- ηλικιωμένος, -η, -ο
- Σήμα
- σημαντικός
- αστέρι
- αστρικός
- ανώτερος
- κορυφαίο
- απαράμιλλος
- ασυναγώνιστος
- ασύγκριτος
- απαράμιλλος
- Αριθμός 1
- αριθμός ένα
- συντριπτικός
- κυρίαρχος
Nearest Words of chiefest
- chiefage => αρχηγία
- chief secretary => Επικεφαλής γραμματέας
- chief petty officer => Αρχικελευστής
- chief operating officer => γενικός διευθυντής λειτουργιών
- chief of state => Αρχηγός κράτους
- chief of staff => Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου
- chief justice => Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου
- chief joseph => αρχηγός Τζόζεφ
- chief hare => Αρχηγός λαγός
- chief financial officer => Οικονομικός διευθυντής
Definitions and Meaning of chiefest in English
chiefest (a.)
First or foremost; chief; principal.
FAQs About the word chiefest
ο σπουδαιότερος
First or foremost; chief; principal.
μεγάλος,κυρίαρχος,πρώτο,ο σημαντικότερος,μεγαλύτερος,κορυφαία,κύριος,κυρίαρχος,πρωτεύον,διευθυντής
τελευταίο,λιγότερο,ανήλικος,ασήμαντος,αμελητέος,δευτερεύων,ελαφρύ,υφιστάμενος,ασήμαντος,ασήμαντο
chiefage => αρχηγία, chief secretary => Επικεφαλής γραμματέας, chief petty officer => Αρχικελευστής, chief operating officer => γενικός διευθυντής λειτουργιών, chief of state => Αρχηγός κράτους,