Greek Meaning of triteness

κοινοτοπία

Other Greek words related to κοινοτοπία

Definitions and Meaning of triteness in English

Wordnet

triteness (n)

unoriginality as a result of being dull and hackneyed

FAQs About the word triteness

κοινοτοπία

unoriginality as a result of being dull and hackneyed

κλισέ,Τριμμένο,στερεότυπος,κουρασμένος,κοινότοπος,βαρετό,χαρτόνι,κλισέ,συνηθισμένος,συμβατικός

Συμμετοχικός,απορροφητικός,συναρπαστικός,φρέσκος,ενδιαφέρον,συναρπαστικό,νέος,μυθιστόρημα,πρωτότυπο,διεγερτικό

tritely => τετριμμένα, trite => κοινότοπος, tritanopic => Τριτανωπία, tritanopia => Τριτανωπία, trisyllable => τρισύλλαβο,