Greek Meaning of sporadic

sporadic

Other Greek words related to sporadic

Definitions and Meaning of sporadic in English

Wordnet

sporadic (a)

recurring in scattered and irregular or unpredictable instances

FAQs About the word sporadic

Definition not available

recurring in scattered and irregular or unpredictable instances

ασταθής,διαλείπουσα,ακανόνιστος,περιστασιακός,ξαφνικά,ασύμμετρος,ανεπίσημος,ανώμαλος,διακοπτόμενος,επεισοδιακό

σταθερά,συνεχής,συνήθης,περιοδικός,τακτικός,σταθερός,σταθερός,ακόμα,Επαναλαμβανόμενος,στάσιμος

spoor => ίχνος, spoon-shaped => σχήματος κουταλιού, spoonleaf yucca => Γιούκα η κοχλιαροφύλλη, spoonful => κουταλιά, spoonflower => spoonflower,