Greek Meaning of quaintness

Πρωτοτυπία

Other Greek words related to Πρωτοτυπία

Definitions and Meaning of quaintness in English

Wordnet

quaintness (n)

the quality of being quaint and old-fashioned

strangeness as a consequence of being old fashioned

Webster

quaintness (n.)

The quality of being quaint.

FAQs About the word quaintness

Πρωτοτυπία

the quality of being quaint and old-fashioned, strangeness as a consequence of being old fashionedThe quality of being quaint.

παράξενος/η,τρελός,περίεργος,εκκεντρικός,ασταθής,αστείο,μονός,περίεργος,εκκεντρικός,αξιοσημείωτος

μέσος,συνηθισμένος,συντηρητικός,συμβατικός,κάθε μέρα,κήπος,φυσιολογικός,συνηθισμένος,πεζός,ρουτίνα

quaintly => γραφικά, quaintise => παραξενιά, quaint => γραφικό, quaily => ήρεμα, quail bush => αρτεμισία,