Greek Meaning of quaintness
Πρωτοτυπία
Other Greek words related to Πρωτοτυπία
- παράξενος/η
- τρελός
- περίεργος
- εκκεντρικός
- ασταθής
- αστείο
- μονός
- περίεργος
- εκκεντρικός
- αξιοσημείωτος
- περίεργο
- ασυνήθιστο
- περίεργος
- μη φυσιολογικός
- εξαιρετικός
- Φανταστικός
- πολύ μακριά
- φάνκι
- σγουρός
- παράξενος
- παράξενος
- ασυνήθιστος
- μακριά από τον δρόμο
- εκκεντρικός
- σκανδαλώδης
- Εξαίρετος
- κουίρ
- παράξενο
- σπάνιος
- ρούμι
- τρελός
- ασυνήθιστος
- μη συμβατικό
- μοναδικός
- τρελός
- τέλος
- περίεργος
- Άγρια
- παράξενος
- εκκεντρικός
- <ins>μπερδεμένος</ins>
- Φρικτός
- άτυπος
- απορίας άξιο
- απογοητευτικό
- ενοχλητικός
- εμφανής
- γκρινιάρης
- ευέξαπτος
- φανταστικός
- φολιδωτός
- τέρας
- τρομακτικός
- περίεργος
- Ιδιοσυγκρασιακός
- μυστηριώδης
- nonkonformistas
- αξιοσημείωτος
- αισθητός
- Εξαιρετικός
- μπερδεμένος
- Φαντασμαγορικός
- φανταστικός
- φαινομενικό
- εξέχων
- συγκεχυμένο
- εξέχων
- συγκλονιστικό
- ενικός
- αποκομμένος
- εντυπωσιακός
- ανορθόδοξος
- ασυνήθιστος
- παράξενος
- Παράξενος
- παράλογος
- ασυνήθιστος
Nearest Words of quaintness
Definitions and Meaning of quaintness in English
quaintness (n)
the quality of being quaint and old-fashioned
strangeness as a consequence of being old fashioned
quaintness (n.)
The quality of being quaint.
FAQs About the word quaintness
Πρωτοτυπία
the quality of being quaint and old-fashioned, strangeness as a consequence of being old fashionedThe quality of being quaint.
παράξενος/η,τρελός,περίεργος,εκκεντρικός,ασταθής,αστείο,μονός,περίεργος,εκκεντρικός,αξιοσημείωτος
μέσος,συνηθισμένος,συντηρητικός,συμβατικός,κάθε μέρα,κήπος,φυσιολογικός,συνηθισμένος,πεζός,ρουτίνα
quaintly => γραφικά, quaintise => παραξενιά, quaint => γραφικό, quaily => ήρεμα, quail bush => αρτεμισία,