Greek Meaning of toyer

παιχνίδι

Other Greek words related to παιχνίδι

Definitions and Meaning of toyer in English

Webster

toyer (n.)

One who toys; one who is full of trifling tricks; a trifler.

FAQs About the word toyer

παιχνίδι

One who toys; one who is full of trifling tricks; a trifler.

μικρός,μικροσκοπικός,νάνος,νάνος,μισή πίντα,λιλιπούτειος,μικρός,μικρό,μικροσκοπικός,μίνι

μεγάλος,ογκώδης,σημαντικός,τεράστιος,γίγαντας,γιγάντιος,καλό,Μεγάλος,μεγάλος, καταπληκτικός,όμορφος

toyed => έπαιξε, toyear => εως το έτος, toy with => παίζω με, toy terrier => Τoy Terrier, toy spaniel => Νάνος σπάνιελ,