Greek Meaning of toyed

έπαιξε

Other Greek words related to έπαιξε

Definitions and Meaning of toyed in English

Webster

toyed (imp. & p. p.)

of Toy

FAQs About the word toyed

έπαιξε

of Toy

διασκεδασμένος,παίζεται,Αναδημιουργία,διασκεδασμένος,γλέντησε,ασχολήθηκε,καθυστερείν,Χαρούμενος,έπαιζε,έπαιξε

κοπιαστικός,τσαπατσουλιάζω,υποδουλωμένος,τεταμένος,αγωνίστηκε,επιδίωξε,αγωνιζόταν,ιδρωμένος,δούλευε,εργάστηκε

toyear => εως το έτος, toy with => παίζω με, toy terrier => Τoy Terrier, toy spaniel => Νάνος σπάνιελ, toy soldier => Παιχνίδι στρατιώτης,