Greek Meaning of artificialness

τεχνητότητα

Other Greek words related to τεχνητότητα

Definitions and Meaning of artificialness in English

Webster

artificialness (n.)

The quality of being artificial.

FAQs About the word artificialness

τεχνητότητα

The quality of being artificial.

πληγμένος,υπερβολικός,ψεύτικος,μηχανικό,κοροϊδεύω,ψευδο-,εξομοιωμένο,τεταμένος,αφύσικος,ΨΕΥΔΕΣ

ατέχναστος,αυθεντικός,καλή τη πίστει,γνήσιος,φυσικός,πραγματικός,ρεαλιστικός,δεξιά,αυθόρμητος,ανεπηρέαστος

artificially => τεχνητά, artificialize => τεχνητοποιώ, artificiality => τεχνητότητα, artificial skin => Τεχνητό δέρμα, artificial satellite => Τεχνητός δορυφόρος,