Greek Meaning of artificialness
τεχνητότητα
Other Greek words related to τεχνητότητα
- πληγμένος
- υπερβολικός
- ψεύτικος
- μηχανικό
- κοροϊδεύω
- ψευδο-
- εξομοιωμένο
- τεταμένος
- αφύσικος
- ΨΕΥΔΕΣ
- υποθετικός
- αυτόματος
- ψεύτικος
- προσχηματικός
- χαριτωμένος
- άδειος
- Τεχνητός
- προσποιημένος
- εξαναγκαστικός
- επίσημος
- κούφιος
- κατασκευασμένος
- ψεύτικος
- ψεύτικη
- πλαστικό
- προσποιημένος
- βάζω
- απάτη
- πλαστό
- θεατρικός
- θεατρικός
- απίθανος
- επινοητικός
- υπολογισμένος
- κονσέρβα
- συνειδητός
- συμβατικός
- Καλλιεργούμενος
- εσκεμμένος
- επινοημένος
- εύκολος
- ζωηρός
- υστερικός
- τετριμένος
- απρόσωπος
- άκαμπτος
- Ανανδρος
- κοπιαστικός
- αλευρώδης
- Μελοδραματικός
- κιμάς
- υπερβολικός
- χάδι
- προμελετημένο
- άκαμπτος
- άκαμπτος
- στυλιζαρισμένο
- Δίπρόσωπος
- μη αυθεντικός
- λιπαρός
- μη ρεαλιστικό
- ξύλινος
- επινοημένη
- χαριτωμένος
Nearest Words of artificialness
- artificially => τεχνητά
- artificialize => τεχνητοποιώ
- artificiality => τεχνητότητα
- artificial skin => Τεχνητό δέρμα
- artificial satellite => Τεχνητός δορυφόρος
- artificial respiration => Τεχνητή αναπνοή
- artificial pacemaker => Τεχνητός βηματοδότης
- artificial language => Τεχνητή γλώσσα
- artificial lake => Τεχνητή λίμνη
- artificial kidney => Τεχνητός νεφρός
- artificious => τεχνητός
- artilize => γονιμοποιώ
- artillerist => Πυροβολητής
- artillery => Πυροβολικό
- artillery fire => Πυρά πυροβολικού
- artillery plant => Πυροβολικό εργοστάσιο
- artillery shell => Οβίδα πυροβολικού
- artillery unit => Μονάδα πυροβολικού
- artillery wheel => Τροχός πυροβολικού
- artilleryman => Πυροβολητής
Definitions and Meaning of artificialness in English
artificialness (n.)
The quality of being artificial.
FAQs About the word artificialness
τεχνητότητα
The quality of being artificial.
πληγμένος,υπερβολικός,ψεύτικος,μηχανικό,κοροϊδεύω,ψευδο-,εξομοιωμένο,τεταμένος,αφύσικος,ΨΕΥΔΕΣ
ατέχναστος,αυθεντικός,καλή τη πίστει,γνήσιος,φυσικός,πραγματικός,ρεαλιστικός,δεξιά,αυθόρμητος,ανεπηρέαστος
artificially => τεχνητά, artificialize => τεχνητοποιώ, artificiality => τεχνητότητα, artificial skin => Τεχνητό δέρμα, artificial satellite => Τεχνητός δορυφόρος,