Greek Meaning of artificial language
Τεχνητή γλώσσα
Other Greek words related to Τεχνητή γλώσσα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of artificial language
- artificial lake => Τεχνητή λίμνη
- artificial kidney => Τεχνητός νεφρός
- artificial joint => τεχνητή άρθρωση
- artificial intelligence => τεχνητή νοημοσύνη
- artificial insemination => Τεχνητή σπερματέγχυση
- artificial horizon => Τεχνητός ορίζοντας
- artificial heart => Τεχνητή καρδιά
- artificial flower => Τεχνητό λουλούδι
- artificial blood => Τεχνητή Αιμοληψία
- artificial additive => Τεχνητό πρόσθετο
- artificial pacemaker => Τεχνητός βηματοδότης
- artificial respiration => Τεχνητή αναπνοή
- artificial satellite => Τεχνητός δορυφόρος
- artificial skin => Τεχνητό δέρμα
- artificiality => τεχνητότητα
- artificialize => τεχνητοποιώ
- artificially => τεχνητά
- artificialness => τεχνητότητα
- artificious => τεχνητός
- artilize => γονιμοποιώ
Definitions and Meaning of artificial language in English
artificial language (n)
a language that is deliberately created for a specific purpose
FAQs About the word artificial language
Τεχνητή γλώσσα
a language that is deliberately created for a specific purpose
No synonyms found.
No antonyms found.
artificial lake => Τεχνητή λίμνη, artificial kidney => Τεχνητός νεφρός, artificial joint => τεχνητή άρθρωση, artificial intelligence => τεχνητή νοημοσύνη, artificial insemination => Τεχνητή σπερματέγχυση,