Greek Meaning of artillerist
Πυροβολητής
Other Greek words related to Πυροβολητής
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of artillerist
- artilize => γονιμοποιώ
- artificious => τεχνητός
- artificialness => τεχνητότητα
- artificially => τεχνητά
- artificialize => τεχνητοποιώ
- artificiality => τεχνητότητα
- artificial skin => Τεχνητό δέρμα
- artificial satellite => Τεχνητός δορυφόρος
- artificial respiration => Τεχνητή αναπνοή
- artificial pacemaker => Τεχνητός βηματοδότης
- artillery => Πυροβολικό
- artillery fire => Πυρά πυροβολικού
- artillery plant => Πυροβολικό εργοστάσιο
- artillery shell => Οβίδα πυροβολικού
- artillery unit => Μονάδα πυροβολικού
- artillery wheel => Τροχός πυροβολικού
- artilleryman => Πυροβολητής
- artiodactyl => Αρτιοδάκτυλα
- artiodactyl mammal => Αρτιοδάκτυλα
- artiodactyla => Ενζυγοδάκτυλα
Definitions and Meaning of artillerist in English
artillerist (n.)
A person skilled in artillery or gunnery; a gunner; an artilleryman.
FAQs About the word artillerist
Πυροβολητής
A person skilled in artillery or gunnery; a gunner; an artilleryman.
No synonyms found.
No antonyms found.
artilize => γονιμοποιώ, artificious => τεχνητός, artificialness => τεχνητότητα, artificially => τεχνητά, artificialize => τεχνητοποιώ,