Greek Meaning of implacably

αμείλικτα

Other Greek words related to αμείλικτα

Definitions and Meaning of implacably in English

Webster

implacably (adv.)

In an implacable manner.

FAQs About the word implacably

αμείλικτα

In an implacable manner.

αμετάπειστος,σταθερός,πεισματάρης,αδαμάντινος,πεισματάρης,αποφασισμένος,επίμονος,σκληρός,σκληρυμένο,πεισματάρης

συγκαταβατικός,ευχάριστος,Επιδεκτικός,συμβατός,υπάκουος,ευέλικτος,υπάκουος,εύκαμπτος, εύπλαστος,εύκαμπτος, εύπλαστος,μη αποκριτικός

implacableness => αδυσώπητος, implacable => αμείλικτος, implacability => αμείλικτη συμπεριφορά, impishness => αταξία, impishly => με πονηρό τρόπο,