Greek Meaning of credentialed

Πιστοποιημένο

Other Greek words related to Πιστοποιημένο

Definitions and Meaning of credentialed in English

credentialed

testimonials or certified documents showing that a person is entitled to credit or has a right to exercise official power, warranting credit or confidence, qualification sense 3a, to furnish with credentials, certificate, diploma, something that gives a title to credit or confidence

FAQs About the word credentialed

Πιστοποιημένο

testimonials or certified documents showing that a person is entitled to credit or has a right to exercise official power, warranting credit or confidence, qual

πιστοποιημένο,εγκρίθηκε,πιστοποιημένο,επιβεβαιωμένο,ενέκρινε,,κυρώσεις,επιβεβαιωμένος,ανατεθεί,εγκαινιάστηκε

απαγορευμένο,αποκλεισμένος,αποκλεισμένο,περιορισμένος,αρνηθεί,απαγορεύεται,αποκλεισμένος από τη δικηγορία,αποθαρρυμένος,Εξαιρούμενος,παρεμποδισμένος

credences => δοξασίες, creatures => Πλάσματα, creature comfort => Άνεση πλάσματος, creatural => ον, creations => δημιουργίες,