Greek Meaning of anachronic

αναχρονιστικός

Other Greek words related to αναχρονιστικός

Definitions and Meaning of anachronic in English

Wordnet

anachronic (s)

chronologically misplaced

Webster

anachronic (a.)

Alt. of Anachronical

FAQs About the word anachronic

αναχρονιστικός

chronologically misplacedAlt. of Anachronical

ξεπερασμένος,ιστορικός,ιστορικός,παρωχημένος,παραδοσιακό,vintage,αναχρονιστικός,αρχαίος,αντίκα,ξεχασμένος

Σύγχρονο,τρέχων,μοντέρνος,φρέσκος,ζεστό,μοντέρνος,μοντερνιστής,μοντερνιστικός,νέος,καινούργιος

anachorism => ερημητισμός, anachoretical => αναχωρητικός, anachoret => ερημίτης, anacharis => Ελoδέα, anacathartic => καθαρτικό,