Greek Meaning of wearing away
φθορά
Other Greek words related to φθορά
- ερεθοποιός
- διάβαση (πάνω)
- Πλύσιμο
- καταστροφικός
- ανένδοτος
- αναπηρικός
- επιζήμιος
- δυσφημούντες
- Επιδεινούμενος
- παραμορφωτικός
- εξαντλητικό
- αποδυναμωτικό
- ελλατωματικός
- βλαβερός
- πονώντας
- βλαπτική
- βλαβερό
- φθορά
- καθαρισμός
- κακομαθαίνω
- θάμπωμα
- κατεδάφιση
- εξασθένιση
- crabbing
- κάνει μέσα
- Κολλώδες
- απονομευτικά
- εξάλειψη
- εξολοθρευτικός
- μπάσινγκ
- Ατέλεια
- αιματηρός
- καταστροφή
- σπάσιμο
- συντριπτικός
- αριστοκρατικός
- αποδεκατισμός
- κατεδάφιση
- βαθούλωμα
- Καταστροφικός
- καταστροφικός
- ήχος καμπάνας
- επέμενε
- απενεργοποίηση
- ακίνδυνος
- εμποδίζω
- τσακισμένος
- ακρωτηριασμός
- ζάρωμα
- ισοπέδωση
- καταστροφική
- μαστίγωμα [masˈtiɡɔma]
- συντριπτικός
- φανταστικός
- βασανιστικός
- βασανίζοντας
- συνολικά
- συνολικά
- ακυρωτική
- σπατάλη
- πληγωτικός
- καταστρεπτικός
- εκκωφαντικός
- κονιορτοποίηση
- κουίρ
Nearest Words of wearing away
Definitions and Meaning of wearing away in English
wearing away (n)
(geology) the mechanical process of wearing or grinding something down (as by particles washing over it)
FAQs About the word wearing away
φθορά
(geology) the mechanical process of wearing or grinding something down (as by particles washing over it)
ερεθοποιός,διάβαση (πάνω),Πλύσιμο,καταστροφικός,ανένδοτος,αναπηρικός,επιζήμιος,δυσφημούντες,Επιδεινούμενος,παραμορφωτικός
σκλήρυνση,επιδιόρθωση,επούλωση,βοηθητικός,επισκευή,patch,ανοικοδόμηση,επανορθωτικό,επισκευή,ανακαίνιση
wearing apparel => Ρούχα, wearing => Φορεμένος, weariness => κούραση, weariless => ακούραστος, weariful => κουρασμένος,