Greek Meaning of weared
φθαρμένος
Other Greek words related to φθαρμένος
Nearest Words of weared
Definitions and Meaning of weared in English
weared (imp. & p. p.)
of Wear
FAQs About the word weared
φθαρμένος
of Wear
Σπάω,προτομή,αποχέτευση,εξάτμιση,ελαστικό,κουρασμένος,Επαγγελματική εξουθένωση,κούραση,εξαντλώ,Παρακώλυση
ενεργοποιώ,ενεργοποιώ,χαλάρωσε,ανάπαυση,ενισχύω,αναζωογονώ,αναζωογονώ,χαλαρώνω,ζωογονώ
wearable => Φορητό, wear upon => φορώ, wear thin => φορέστε λεπτά ρούχα, wear the trousers => φοράει τα παντελόνια, wear ship => Φορητό πλοίο,