Greek Meaning of stand pat
επιμένω στη θέση μου
Other Greek words related to επιμένω στη θέση μου
- συντηρητικός
- πιστός
- ορθόδοξος
- αντιδραστικός
- παραδοσιακό
- Κουμπωμένος
- συμβατικός
- αφοσιωμένος
- Σκληροτράχηλος
- πιστός
- Ακίνητος
- παλιομοδίτικος
- παλαιός
- αμετάβλητος
- σταθερός
- παραδοσιακός
- Υπερσυντηρητικός
- μη προοδευτικό
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- Συντηρητικότερος των συντηρητικών
- θεσμικός
- Παλαιοσυντηρητικός
- Φουσκωμένος
- με ορείχαλκο
- κουμπωτό
- παλιομοδίτικος
- ομιχλώδης
- κουραστικός
- νεοσυντηρητικός
- Οστεοποιημένος
- δεξιά
- Δεξιά
- σετ
- Τετράγωνο
- Αδιάβροχο
- σταθερός
- βαρετός
- Τόρι
- πιστός
- αντιφιλελεύθερος
- Αντιμοντέρνος
- αντιπροοδευτικό
- ξεπερασμένος
- ξεπερασμένος
- Ακροδεξιά
- Άκρα δεξιά
- Μεγάλο πνεύμα
- εξτρεμιστής
- φιλελεύθερος
- μη παραδοσιακός
- ανοιχτόμυαλος
- προοδευτικός
- ριζοσπαστικός
- επαναστατικός
- μη συμβατικό
- ανορθόδοξος
- μη συντηρητικός
- μη συμβατικός
- προηγμένος
- Σύγχρονο
- Ευρύχωρος
- μοντέρνος
- nonkonformistas
- Αντι-κατεστημένο
- ανορθόδοξος
- αριστερόχειρας
- αντισυμβατικός
- αντιπαραδοσιακός
- Ακροαριστερό
- Ακροαριστερός
Nearest Words of stand pat
- stand sentinel => στέκεται φρουρός
- stand still => Στάσου ακίνητος
- stand up => στάσου
- stand watch => Να σταθώ σκοπιά
- stand-alone => ανεξάρτητος
- standard => πρότυπο
- standard and poor's => Standard & Poor's
- standard and poor's index => Δείκτης Standard and Poor's
- standard atmosphere => Πρότυπη ατμόσφαιρα
- standard candle => Πρότυπο κερί
Definitions and Meaning of stand pat in English
stand pat (v)
refuse to abandon one's opinion or belief
FAQs About the word stand pat
επιμένω στη θέση μου
refuse to abandon one's opinion or belief
συντηρητικός,πιστός,ορθόδοξος,αντιδραστικός,παραδοσιακό,Κουμπωμένος,συμβατικός,αφοσιωμένος,Σκληροτράχηλος,πιστός
Μεγάλο πνεύμα,εξτρεμιστής,φιλελεύθερος,μη παραδοσιακός,ανοιχτόμυαλος,προοδευτικός,ριζοσπαστικός,επαναστατικός,μη συμβατικό,ανορθόδοξος
stand out => ξεχωρίζει, stand oil => Στανδόλαιο, stand in => Αντικαταστάτης, stand guard => φυλάσσω, stand for => σημαίνει,