Greek Meaning of stand-alone

ανεξάρτητος

Other Greek words related to ανεξάρτητος

Definitions and Meaning of stand-alone in English

Wordnet

stand-alone (s)

capable of operating independently

FAQs About the word stand-alone

ανεξάρτητος

capable of operating independently

ξεχωριστό,ανύπαντρος,αποσπασμένος,αποσυνδεδεμένο,ελεύθερος,ανεξάρτητος,άτομο,ιδιωτικό,αυτόνομο,ανεξάρτητος

γειτονικός,διαγώνιος,επίπεδος,κρεμαστό,προσκυνημένος,ξαπλωμένο,χαλαρός,κλίση,λοξός,κατακείμενος ανάσκελα

stand watch => Να σταθώ σκοπιά, stand up => στάσου, stand still => Στάσου ακίνητος, stand sentinel => στέκεται φρουρός, stand pat => επιμένω στη θέση μου,