Greek Meaning of manageableness
διαχειρισιμότητα
Other Greek words related to διαχειρισιμότητα
- ελεγχόμενο
- ευχάριστος
- Επιδεκτικός
- φιλικός
- συμβατός
- Συμφωνούσα
- περιορισμένος
- ευπρεπής
- άξιος τιμωρίας
- υπάκουος
- υπάκουος
- Κυβερνήσιμος
- διαχειρίσιμο
- υπάκουος
- υποτακτικός
- εξημερώνω
- Διδάξιμος
- χειραγωγίσιμος
- εκπαιδεύσιμος
- συγκαταβατικός
- υπάκουος
- με αυτοπειθαρχία
- φιλότιμος
- ανασταλμένος
- νομοταγής
- ευγενικός
- προθυμος
- οργανωμένος
- ειρηνικός
- καταπιεσμένος
- συγκρατημένος
- μαλακός
- υποχωρητικός
- παράδοση
- πεισματάρης
- ανεξέλεγκτο
- αδιαχειρίστη
- Άγρια
- κακός
- δύστροπος
- προκλητικός
- ακατάστατη
- επίμονος
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- δύστροπος
- διεστραμμένος
- ανθεκτικό
- αμετάπειστος
- αντίθετος
- αυθάδης
- ανυπάκουος
- περιπλανώμενος
- δυσάρεστος
- απείθαρχος
- αδάμαστος
- Κακός
- σκανταλιάρης
- άτακτος
- μη συμμορφωμένο
- Θορυβώδης
- πεισματάρης
- επαναστάτης
- επαναστατημένος
- ανυπότακτος
- πυρίμαχος
- ανήσυχος
- αυθάδης
- Ακυβέρνητος
- άτακτος
- δυσμενής
- ατίθασος
- εσκεμμένος
- εκούσιος
- απείθαρχος
Nearest Words of manageableness
- manageably => διαχειρίσιμα
- managed => διαχειρίζεται
- managed economy => Κατευθυνόμενη οικονομία
- manageless => χωρίς διαχείριση
- management => διαχείριση
- management consultant => σύμβουλος διοίκησης
- management consulting => συμβουλευτικές υπηρεσίες για διοικητικά στελέχη
- management control => έλεγχος διαχείρισης
- management personnel => διοικητικό προσωπικό
- manager => διευθυντής
Definitions and Meaning of manageableness in English
manageableness (n)
capable of being managed or controlled
FAQs About the word manageableness
διαχειρισιμότητα
capable of being managed or controlled
ελεγχόμενο,ευχάριστος,Επιδεκτικός,φιλικός,συμβατός,Συμφωνούσα,περιορισμένος,ευπρεπής,άξιος τιμωρίας,υπάκουος
πεισματάρης,ανεξέλεγκτο,αδιαχειρίστη,Άγρια,κακός,δύστροπος,προκλητικός,ακατάστατη,επίμονος,πεισματάρης
manageable => διαχειρίσιμος, manageability => Ευελιξία, manage => διαχειρίζομαι, manacling => αλυσοδένοντας, manacled => δεμένος με χειροπέδες,