Greek Meaning of lunkheaded

lunkheaded

Other Greek words related to lunkheaded

Definitions and Meaning of lunkheaded in English

lunkheaded

of, relating to, or characteristic of a lunkhead

FAQs About the word lunkheaded

Definition not available

of, relating to, or characteristic of a lunkhead

βαρετό,απλός,αργός,παχύς,Εγκεφαλικός θάνατος,ανόητος,ηλίθιος,τρελός,πυκνό,αχνός

οξύς,κατάλληλος,οξυδερκής,έξυπνος,φωτεινό,εξαιρετικό,εγκεφαλικός,Έξυπνος,γρήγορος,ευφυής

luncheons => μεσημεριανά γεύματα, luncheonette => εστιατόριο, lunch time => ώρα μεσημεριανού, lunch counter => μαγειρείο, lunatics => τρελοί,