Greek Meaning of dulcifying
γλυκαντικός
Other Greek words related to γλυκαντικός
- Κακομαθαίνω
- κολακευτικός
- πειθώ
- πειθώ
- Κακομαθαίνω
- Χάιδεμα
- γλυκαντικό
- κολακευτικός
- Catering (σε)
- Κακομαθαίνω
- blarneying
- ελπιδοφόρος
- κολακευτικός
- ικανοποιητικός
- χιούμορ
- επιδοθή
- σκλήρυνση
- χορταστικός
- χορταστικό
- ικανοποιητικό
- κακομαθαίνω
- αγαπητός (σε)
- Γλυκομίλητος
- καταπραϋντικός
- παρηγορητικός
- απολαυστικός
- ευχάριστος
- εγκάρδιος
- Υπερβολική επαισία
- ευχάριστος
- κατευναστικός
- κατευναστικός
- καταπραϋντικό
- ηρεμιστικό
- ενήλικας
- Περιεχόμενο
- κολακεύω
- επιδεινούμενος
- θυμωμένος
- ενοχλητικό
- ενοχλητικός
- Τρίψιμο
- διασταύρωση
- Εξαγριωτικό
- εκνευριστικός
- αποκτώντας
- σίτα
- θυμίαμα
- φλεγμονώδης
- εξοργιστικός
- ερεθιστικός
- τρελός
- κνίδωση
- Εξοργιστικό
- εκνευριστικό
- Ανάστατος
- διεγερτικός
- ανακάτεμα
- ενοχλητικός
- ανταγωνιζόμενος
- ενοχλητικός
- καιόμενος
- φλεγμονώδης
- δαχτυλίδια
- βάζω έξω
- αναστάτωση
- δυσάρεστος
- οδυνηρός
- ανησυχητικό
- τριβή
- Ενοχλητικός
- παρενόχληση
- παρενόχληση
- προσβλητικός
- προσβλητικός
- διώκτης
- ενοχλητικό
- παρενόχληση
- πικάν
- προκλητικός
- πίκρα
- αναστατωτικός
- ανησυχητικό
- ερεθιστικός
- ενοχλητικός
- ανησυχητική
- προσβλητικός
- υποτιμητικό
- ελαφρυντική
Nearest Words of dulcifying
Definitions and Meaning of dulcifying in English
dulcifying (p. pr. & vb. n.)
of Dulcify
FAQs About the word dulcifying
γλυκαντικός
of Dulcify
Κακομαθαίνω,κολακευτικός,πειθώ,πειθώ,Κακομαθαίνω,Χάιδεμα,γλυκαντικό,κολακευτικός,Catering (σε),Κακομαθαίνω
επιδεινούμενος,θυμωμένος,ενοχλητικό,ενοχλητικός,Τρίψιμο,διασταύρωση,Εξαγριωτικό,εκνευριστικός,αποκτώντας,σίτα
dulcify => γλυκαίνω, dulcifluous => μελωδικός, dulcified => γλυκανθεί, dulcification => γλύκανση, dulciana => ντουλτσιάνα,