Greek Meaning of dulcified

γλυκανθεί

Other Greek words related to γλυκανθεί

Definitions and Meaning of dulcified in English

Webster

dulcified (a.)

Sweetened; mollified.

Webster

dulcified (imp. & p. p.)

of Dulcify

FAQs About the word dulcified

γλυκανθεί

Sweetened; mollified., of Dulcify

κακομαθαίνω,κολακεμένος,πεισθεί,πείθει,Κακομαθημένος,κακομαθημένος,Γλυκασμένο,προσαρμοσμένο (σε),γλυκόλογος,καλομαθημένο

επιβαρυντική,θυμωμένος,ενοχλημένος,εχθρικός,ενοχλημένο,σταυρωμένος,εξοργισμένος,εκνευρισμένος,πήρα,τριμμένο

dulcification => γλύκανση, dulciana => ντουλτσιάνα, dulcet => γλυκός, dulceness => Γλυκύτητα, dulce => γλυκός,