Greek Meaning of daftly

daftly

Other Greek words related to daftly

Definitions and Meaning of daftly in English

Wordnet

daftly (r)

in a mildly insane manner

FAQs About the word daftly

Definition not available

in a mildly insane manner

τρελός,γκάγκα,τρελός,τρελός,τρελός,Μανιακός,μανιακός,ψυχικός,ξηροί καρποί,παρανοϊκός

ισορροπημένος,σαφής,λογικός,λογικός,λογικός,ε разумный,ήχος,σοφός,Σωστόμυαλος,υγιής

daffodil garlic => ασφόδελος σκόρδο, daffodil => νάρκισσος, daffo => Νάρκισσος, daff => ανόητος, daemonic => δαιμονικός,