Greek Meaning of buxomness

πλούσια σωματική διάπλαση

Other Greek words related to πλούσια σωματική διάπλαση

Definitions and Meaning of buxomness in English

Wordnet

buxomness (n)

the bodily property of being attractively plump and vigorous and (of women) full-bosomed

FAQs About the word buxomness

πλούσια σωματική διάπλαση

the bodily property of being attractively plump and vigorous and (of women) full-bosomed

άφθονος,βυζωτή,με στήθος,παχουλός,Ταϊσμένο με καλαμπόκι,κορpulεντ,καμπυλωτή,καμπύλος,λίπος,παχουλός

γωνιακός,οστεώδης,πτωματώδης,αδύνατος,αδύνατος,ταλαιπωρημένος,ψηλόλιγνος,Λιγερός,τσιμπημένο,αδύναμος

buxomly => μεγαλοστήθη, buxom => σφριγηλή, buxine => Bouξίνη, buxeous => εύσωμος, buxaceae => Βουξίδες,