Greek Meaning of anal
anal
Other Greek words related to anal
- αμετάπειστος
- καταναγκαστικός
- αυστηρός
- αδαμάντινος
- πεισματάρης
- επίμονος
- σκληρός
- σκληρυμένο
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- ακίνητος
- αμείλικτος
- αναπόφευκτος
- άκαμπτος
- αδιάλλακτος
- Σίδηρος
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- Γνώμη
- Οστεοποιημένος
- χάδι
- επίμονος
- Επίμονος
- διεστραμμένος
- πεισματάρης
- αμείλικτος
- άκαμπτος
- σοβαρός
- σταθερός
- πρύμνη
- πεισματάρης
- επίμονος
- άκαμπτος
- αδιάλλακτος
- σταθερός
- αμείλικτος
- αμετάπειστος
- ατίθασος
- εσκεμμένος
- εκούσιος
- εσφαλμένη
- αιματηρό
- γκρινιάρης
- επιβεβαιωμένο
- αντίθετος
- αυθάδης
- καταραμένος
- προκλητικός
- απαιτητικός
- αποφασισμένος
- ανυπάκουος
- απαιτητικός
- στερεός
- δυσάρεστος
- Σκληρή γραμμή
- σκληροτράχηλος
- σκληρό κέλυφος
- σκληρόφλουδο
- επίμονος
- Ακίνητος
- ανίκητο
- αδάμαστος
- απείθαρχος
- αντάρτης
- αδάμαστος
- αμετανόητος
- Ανίκητος
- στασιαστικός
- Τετράγωνος
- ανυπότακτος
- πυρίμαχος
- Επιλεγμένο
- Εγωκεντρικός
- αυθάδης
- σετ
- αποφασισμένος
- Ακατάδεκτος
- γενναίος
- ακαταμάχητος
- μη συνεργάσιμος
- Ακυβέρνητος
- αδιαχειρίστη
- ανεξιλέωτος
- άτακτος
- Αποδεκτός
- υπάκουος
- υπάκουος
- δεκτικός
- μη αποκριτικός
- υποτακτικός
- χειραγωγίσιμος
- πρόθυμος
- ευέλικτος
- διαχειρίσιμος
- ειρηνικός
- λογικός
- δουλοπρεπής
- υποταγμένος
- εύκρατο
- συγκαταβατικός
- ευχάριστος
- Επιδεκτικός
- συμβατός
- Κυβερνήσιμος
- πειστικός
- εύκαμπτος, εύπλαστος
- εύκαμπτος, εύπλαστος
- υποχωρητικός
- συμμορφούμενος
Nearest Words of anal
Definitions and Meaning of anal in English
anal (a)
of or related to the anus
a stage in psychosexual development when the child's interest is concentrated on the anal region; fixation at this stage is said to result in orderliness, meanness, stubbornness, compulsiveness, etc.
anal (a.)
Pertaining to, or situated near, the anus; as, the anal fin or glands.
FAQs About the word anal
Definition not available
of or related to the anus, a stage in psychosexual development when the child's interest is concentrated on the anal region; fixation at this stage is said to r
αμετάπειστος,καταναγκαστικός,αυστηρός,αδαμάντινος,πεισματάρης,επίμονος,σκληρός,σκληρυμένο,πεισματάρης,πεισματάρης
Αποδεκτός,υπάκουος,υπάκουος,δεκτικός,μη αποκριτικός,υποτακτικός,χειραγωγίσιμος,πρόθυμος,ευέλικτος,διαχειρίσιμος
anaks => παιδιά, anakim => Ανεμείμ, anaheim => Άναχαϊμ, anagyris => Αναγυρίς, anagraph => αναγραμματισμός,