Greek Meaning of thickheaded

thickheaded

Other Greek words related to thickheaded

Definitions and Meaning of thickheaded in English

Wordnet

thickheaded (s)

(used informally) stupid

FAQs About the word thickheaded

Definition not available

(used informally) stupid

απλός,αργός,παχύς,Εγκεφαλικός θάνατος,ανόητος,ηλίθιος,τρελός,πυκνό,αχνός,νυσταγμένος

οξύς,κατάλληλος,οξυδερκής,έξυπνος,φωτεινό,εξαιρετικό,εγκεφαλικός,Έξυπνος,γρήγορος,ευφυής

thick-haired => παχύτριχος, thick-footed morel => ξανθόφυλλος σκαφώτις, thicket-forming => θάμνου-σχηματισμού, thicket => Δάσος, thickening => πύκνωση,