Greek Meaning of prosaically

πεζογραφικά

Other Greek words related to πεζογραφικά

Definitions and Meaning of prosaically in English

Wordnet

prosaically (r)

in a matter-of-fact manner

FAQs About the word prosaically

πεζογραφικά

in a matter-of-fact manner

μέσος,συνηθισμένος,φυσιολογικός,συνηθισμένος,τυπικός,συνήθης,κοινός,συνήθης,ξε κομμένο και στεγνωμένο,φανερό

μη φυσιολογικός,ανώμαλος,άτυπος,περίεργος,Εξαιρετικός.,εξαιρετικός,αστείο,μονός,μακριά από τον δρόμο,περίεργος

prosaic => πεζός, prorogue => αναβάλλω, prorogation => παράταση, proration => αναλογία, prorate => αναλογικά κατανεμηθεί,