Greek Meaning of knuckleheaded

knuckleheaded

Other Greek words related to knuckleheaded

Definitions and Meaning of knuckleheaded in English

knuckleheaded

dumbbell sense 2

FAQs About the word knuckleheaded

Definition not available

dumbbell sense 2

απλός,αργός,παχύς,Εγκεφαλικός θάνατος,ανόητος,ηλίθιος,τρελός,πυκνό,αχνός,νυσταγμένος

οξύς,κατάλληλος,οξυδερκής,έξυπνος,φωτεινό,εξαιρετικό,εγκεφαλικός,Έξυπνος,γρήγορος,ευφυής

knuckled under (to) => παραχωρώ, knuckled under => υποχώρησε, knuckled down => Βάστηξε την πλάτη, knuckle under (to) => υποκύπτω (σε κάποιον/κάτι), knuckle down (to) => Στρέφομαι σε (κάτι),