Greek Meaning of dop
ντοπ
Other Greek words related to ντοπ
- ράμφος
- Μπομπ
- τόξο
- Υποκλιτισμός
- Χαιρετισμός
- χαιρετισμός
- αποδοχή
- капитуляция
- φόρος τιμής
- νεύμα
- υπόκλιση
- δουλοπρέπεια
- σεβασμός
- υποβολή
- υπαγωγή
- παράδοση
- λατρεία
- συμμόρφωση
- συμμόρφωση
- σεβασμός
- θεοποίηση
- υπακοή
- συνέπεια χρέους
- δοξολογία
- Ταπεινότητα
- πράοτης
- σεμνότητα
- υπακοή
- σεβασμός
- δουλοπρέπεια
- υποτακτικότητα
- υποταγή
- υποταγή
- σεβασμός
- Λατρεία
- υποχωρητικός
- δουλοπρέπεια
- υποταγή
- Εκπαιδευσιμότητα
- γένι
- τούβλο
- κόβω
- βέλος
- σκάβω
- δις
- Ασεβεια
- προσβάλλω
- επίθετο
- Θράσος
- ταπείνωση
- Θράσσος
- προσβολή
- όνομα
- αδίκημα
- παράπτωμα
- προσωπικότητα
- τσιμπάω
- άρνηση
- ανθυγία
- αγένεια
- σαρκασμός
- Χαστούκι
- ελαφρύ
- ασαφές
- Μη συνεργασία
- προσβολή
- αντίθεση
- ανυπακοή
- πρόκληση
- ανυπακοή
- ζώνω
- Απείθεια
- δυσκολία
- κακή συμπεριφορά
- μη συμμόρφωση
- Επιμονή
- θόρυβος
- Εξοργισμός
- διαστροφή
- εξέγερση
- ανταρσία
- απειθαρχία
- Αυτοθέληση
- Εμμονή
- αναρχία
- αυθαιρεσία
- παραξενιά
- μπόζο
- διαφωνία
- Διαφωνία
- εξέγερση
- Εξέγερση
- εξέγερση
- σκανταλιά
- πεισματικότητα
- ανταρσία
- σκανταλιά
- εστία
- Πεισματικότητα
- βάλω κάτω
- αντάρτης
- εξέγερση
- κακοτροπία
- πείσμα
- ανταρσία
Nearest Words of dop
Definitions and Meaning of dop in English
dop (n.)
Alt. of Doop
A dip; a low courtesy.
dop (v. i.)
To dip.
FAQs About the word dop
ντοπ
Alt. of Doop, To dip., A dip; a low courtesy.
ράμφος,Μπομπ,τόξο,Υποκλιτισμός,Χαιρετισμός,χαιρετισμός,αποδοχή,капитуляция,φόρος τιμής,νεύμα
γένι,τούβλο,κόβω,βέλος,σκάβω,δις,Ασεβεια,προσβάλλω,επίθετο,Θράσος
doo-wop => ντου-ουοπ, dooryard => Αυλή, doorway => πόρτα, door-to-door => Από πόρτα σε πόρτα, doorstopper => στόπερ πόρτας,