Greek Meaning of demonstrativeness

εκφραστικότητα

Other Greek words related to εκφραστικότητα

Definitions and Meaning of demonstrativeness in English

Wordnet

demonstrativeness (n)

tending to express your feelings freely

Webster

demonstrativeness (n.)

The state or quality of being demonstrative.

FAQs About the word demonstrativeness

εκφραστικότητα

tending to express your feelings freelyThe state or quality of being demonstrative.

στοργικός,θερμός,συναισθηματικός,αγαπώντας,κοινωτικός,δραματικός,συναίσθημα,υστερικός,Μελοδραματικός,εξωστρεφής

περιορισμένος,ανασταλμένος,σεμνός,ήσυχος,κρατημένος,συγκρατημένος,σιωπηλός,ανέκφραστος,ανέμπνευστος,απόμακρος

demonstratively => επιδεικτικά, demonstrative pronoun => δεικτική αντωνυμία, demonstrative of => καταδεικνύει, demonstrative => επιδεικτικός, demonstration => διαδήλωση,