Greek Meaning of demonstrance
διαδήλωση
Other Greek words related to διαδήλωση
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of demonstrance
- demonstrate => αποδεικνύω
- demonstrated => επιδεικνυόμενος
- demonstrater => επιδεικτής
- demonstration => διαδήλωση
- demonstrative => επιδεικτικός
- demonstrative of => καταδεικνύει
- demonstrative pronoun => δεικτική αντωνυμία
- demonstratively => επιδεικτικά
- demonstrativeness => εκφραστικότητα
- demonstrator => διαδηλωτής
Definitions and Meaning of demonstrance in English
demonstrance (n.)
Demonstration; proof.
FAQs About the word demonstrance
διαδήλωση
Demonstration; proof.
No synonyms found.
No antonyms found.
demonstrably => απτά, demonstrableness => απόδειξη, demonstrable => επιδεικτικός, demonstrability => Επιδεικτικότητα, demonship => δαιμονισμός,