Greek Meaning of demonstratively
επιδεικτικά
Other Greek words related to επιδεικτικά
- στοργικός
- θερμός
- συναισθηματικός
- αγαπώντας
- κοινωτικός
- δραματικός
- συναίσθημα
- υστερικός
- Μελοδραματικός
- εξωστρεφής
- παθιασμένος
- ευαίσθητος
- Συναισθηματικός
- θεατρικός
- θεατρικός
- ευαίσθητος
- απελευθερωμένος
- Ανέκφραστος
- ανεξέλεγκτος
- ζεστός
- αμβλύς
- ειλικρινής
- εκτατικός
- εξωστρεφής
- εξωστρεφής
- ειλικρινής
- τρεχούμενο
- ορμητικός
- έντονο
- δακρύβρεχτος
- λιγούρης
- χυλώδης
- ειλικρινά
- απλός
- μελό
- συναισθηματικός
- Υπερβολικά συναισθηματικός
- περιορισμένος
- ανασταλμένος
- σεμνός
- ήσυχος
- κρατημένος
- συγκρατημένος
- σιωπηλός
- ανέκφραστος
- ανέμπνευστος
- απόμακρος
- ντροπαλός
- αποσπασμένος
- αποστασιοποιημένος
- αναίσθητος
- αδιάφορος
- Εσωστρεφής
- φλεγματικός
- συγκρατημένος
- συνταξιοδότηση
- ντροπαλός
- Απαθής
- σιωπηλός
- Ανεπηρέαστος
- κρύος
- κρύος
- αναίσθητος
- κρύο
- παγετώδης
- παγωμένος
- αυτοκατευθυνόμενος
- αναίσθητος
- ανεπιθύμητος
Nearest Words of demonstratively
Definitions and Meaning of demonstratively in English
demonstratively (r)
in a demonstrative manner
demonstratively (adv.)
In a manner fitted to demonstrate; clearly; convincingly; forcibly.
FAQs About the word demonstratively
επιδεικτικά
in a demonstrative mannerIn a manner fitted to demonstrate; clearly; convincingly; forcibly.
στοργικός,θερμός,συναισθηματικός,αγαπώντας,κοινωτικός,δραματικός,συναίσθημα,υστερικός,Μελοδραματικός,εξωστρεφής
περιορισμένος,ανασταλμένος,σεμνός,ήσυχος,κρατημένος,συγκρατημένος,σιωπηλός,ανέκφραστος,ανέμπνευστος,απόμακρος
demonstrative pronoun => δεικτική αντωνυμία, demonstrative of => καταδεικνύει, demonstrative => επιδεικτικός, demonstration => διαδήλωση, demonstrater => επιδεικτής,