FAQs About the word demonstrative pronoun

δεικτική αντωνυμία

a pronoun that points out an intended referent

No synonyms found.

No antonyms found.

demonstrative of => καταδεικνύει, demonstrative => επιδεικτικός, demonstration => διαδήλωση, demonstrater => επιδεικτής, demonstrated => επιδεικνυόμενος,