Greek Meaning of balmily

ήρεμα

Other Greek words related to ήρεμα

Definitions and Meaning of balmily in English

Wordnet

balmily (r)

in a mildly insane manner

Webster

balmily (adv.)

In a balmy manner.

FAQs About the word balmily

ήρεμα

in a mildly insane mannerIn a balmy manner.

τρελός,γκάγκα,τρελός,τρελός,τρελός,μανιακός,ψυχικός,ξηροί καρποί,ψυχωτικός,περίεργο

ισορροπημένος,σαφής,Σαφής,φυσιολογικός,λογικός,λογικός,λογικός,ήχος,Σωστόμυαλος,υγιής

balmify => Βάλσαμο, balm of gilead => Βάλσαμο της Γαλαάδ, balm => βάλσαμο, ballyrag => βρίζω, ballyhoo artist => διαφημιστής,