Greek Meaning of problem

problem

Other Greek words related to problem

Definitions and Meaning of problem in English

Wordnet

problem (n)

a state of difficulty that needs to be resolved

a question raised for consideration or solution

a source of difficulty

FAQs About the word problem

Definition not available

a state of difficulty that needs to be resolved, a question raised for consideration or solution, a source of difficulty

σύνθετος,περίπλοκος,σοβαρός,πεισματάρης,ενοχλητικός,ενοχλητικός,ενοχλητικός,ανησυχητικός,αφηρημένος,Ασαφής

εύκολος,ανεπιτήδευτος,διαχειρίσιμος,ανώδυνος,απλός,απλός,απλός,ανεπιτήδευτο,απρόβλητος

probity => Ακεραιότητα, probiotic microflora => Προβιοτική μικροχλωρίδα, probiotic flora => Προβιοτική χλωρίδα, probiotic bacterium => προβιοτικό βακτήριο, probiotic => προβιοτικά,