Greek Meaning of persistently

επίμονα

Other Greek words related to επίμονα

Definitions and Meaning of persistently in English

Wordnet

persistently (r)

in a persistent manner

with persistence

Webster

persistently (adv.)

In a persistent manner.

FAQs About the word persistently

επίμονα

in a persistent manner, with persistenceIn a persistent manner.

σταθερά,αφιερωμένος,αποφασισμένος,επίμονος,επίμονος,ασθενής,Επίμονος,αμείλικτος,αποφασισμένος,σταθερός

διστακτικός,διστακτικός,αναποφάσιστος,διακοπή καπνίσματος,υποχωρητικός,παράδοση,Αποστάτης,άπιστος,ευμετάβλητος,Διστακτικός

persistent => επίμονος, persistency => επιμονή, persistence => επιμονή, persisted => επέμενε, persist in => επιμένω,