Greek Meaning of persona
πρόσωπο
Other Greek words related to πρόσωπο
- εμφάνιση
- πρόσοψη
- εικόνα
- απεικόνιση
- Πράξη
- αέρας
- γρίφος
- μεταμφίεση
- πρόσοψη
- μπροστά
- πρόσοψη
- προσποίηση
- μασκαράτα
- απόδοση
- υποκριτική
- Πόζα
- Πρόφαση
- Πρόφαση
- βάζω
- Ομοιότητα
- Δείχνω
- μανιέρα
- καμουφλάζ
- Μανδύας
- χρώμα
- απάτη
- εξαπάτηση
- προσποιούμενος
- εξαπάτηση
- Διπλωματία
- Διπλότητα
- δικαιολογία
- πλαστό
- απάτη
- Γυαλάδα
- δόλος
- δικαιολογία
Nearest Words of persona
- persona grata => Persona non grata
- persona non grata => Persona non grata
- personable => φιλικός
- personableness => προσωπικότητα
- personae => πρόσωπα
- personage => Πρόσωπο
- personal => προσωπικός
- personal appeal => Προσωπική γοητεία
- personal business => προσωπικές υποθέσεις
- personal care => προσωπική φροντίδα
Definitions and Meaning of persona in English
persona (n)
an actor's portrayal of someone in a play
(Jungian psychology) a personal facade that one presents to the world
persona (n.)
Same as Person, n., 8.
FAQs About the word persona
πρόσωπο
an actor's portrayal of someone in a play, (Jungian psychology) a personal facade that one presents to the worldSame as Person, n., 8.
εμφάνιση,πρόσοψη,εικόνα,απεικόνιση,Πράξη,αέρας,γρίφος,μεταμφίεση,μπροστά,πρόσοψη
ειλικρίνεια,Ειλικρίνεια,ειλικρίνεια ,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,ευθύτητα,αφέλεια,ειλικρίνεια
person of colour => ΑμεΑ, person of color => Έγχρωμος άνθρωπος, person hour => ανθρωποώρα, person agreement => συμφωνία μεταξύ ατόμων, person => άτομο,