Greek Meaning of masquerade
μασκαράτα
Other Greek words related to μασκαράτα
- Πράξη
- γρίφος
- μεταμφίεση
- πρόσοψη
- πρόσοψη
- Πόζα
- Πρόφαση
- Δείχνω
- αέρας
- εμφάνιση
- Μανδύας
- μπροστά
- απόδοση
- πρόσωπο
- υποκριτική
- Πρόφαση
- δικαιολογία
- βάζω
- Ομοιότητα
- πρόσοψη
- μανιέρα
- προδοσία
- καμουφλάζ
- χρώμα
- απάτη
- εξαπάτηση
- προσποιούμενος
- εξαπάτηση
- Διπλότητα
- δικαιολογία
- πλαστό
- ψευτιά
- αναλήθεια
- απάτη
- Γυαλάδα
- δόλος
- εικόνα
- προσποίηση
- απάτη
- απεικόνιση
- προδοσία
- προδοσία
Nearest Words of masquerade
- masquerade ball => χορός μασκέ
- masquerade costume => κοστούμι μασκέ
- masquerade party => Χορός μεταμφιεσμένων
- masqueraded => μεταμφιεσμένος
- masquerader => μεταμφιεσμένος
- masquerading => μεταμφιεσμένος
- mass => μάζα
- mass action => μαζική δράση
- mass card => αγγελτήριο θανάτου
- mass culture => Μαζική κουλτούρα
Definitions and Meaning of masquerade in English
masquerade (n)
a party of guests wearing costumes and masks
a costume worn as a disguise at a masquerade party
making a false outward show
masquerade (v)
take part in a masquerade
pretend to be someone or something that you are not
masquerade (n.)
An assembly of persons wearing masks, and amusing themselves with dancing, conversation, or other diversions.
A dramatic performance by actors in masks; a mask. See 1st Mask, 4.
Acting or living under false pretenses; concealment of something by a false or unreal show; pretentious show; disguise.
A Spanish diversion on horseback.
masquerade (v. i.)
To assemble in masks; to take part in a masquerade.
To frolic or disport in disquise; to make a pretentious show of being what one is not.
masquerade (v. t.)
To conceal with masks; to disguise.
FAQs About the word masquerade
μασκαράτα
a party of guests wearing costumes and masks, a costume worn as a disguise at a masquerade party, making a false outward show, take part in a masquerade, preten
Πράξη,γρίφος,μεταμφίεση,πρόσοψη,πρόσοψη,Πόζα,Πρόφαση,Δείχνω,αέρας,εμφάνιση
ειλικρίνεια,Ειλικρίνεια,ειλικρίνεια ,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,ευθύτητα,αφέλεια,ειλικρίνεια
masque => μάσκα, masqat => Μασκάτ, masoud => Μασούδ, masorite => μασωρίτης, masoretical => μασωριτικός,