Greek Meaning of mechanically

μηχανικά

Other Greek words related to μηχανικά

Definitions and Meaning of mechanically in English

Wordnet

mechanically (r)

in a mechanical manner; by a mechanism

in a machinelike manner; without feeling

Webster

mechanically (adv.)

In a mechanical manner.

FAQs About the word mechanically

μηχανικά

in a mechanical manner; by a mechanism, in a machinelike manner; without feelingIn a mechanical manner.

αυτόματος,μηχανικός,αντανακλαστικό,ρομποτικός,αυθόρμητος,ξαφνικός,ενστικτώδης,ακούσιος,γονάτου τζερκ,φυσικός

υπολογισμένος,προσεκτικός,συνειδητός,εσκεμμένος,σχεδιασμένος,σκοπούμενος,εκούσιος,Μη μηχανικός,προκαθορισμένος,προετοιμασμένος

mechanicalize => μηχανοποιώ, mechanical system => Μηχανικό σύστημα, mechanical press => Μηχανικός Τύπος, mechanical piano => Μηχανικό πιάνο, mechanical phenomenon => Μηχανικό φαινόμενο,