Greek Meaning of mechanically
μηχανικά
Other Greek words related to μηχανικά
- αυτόματος
- μηχανικός
- αντανακλαστικό
- ρομποτικός
- αυθόρμητος
- ξαφνικός
- ενστικτώδης
- ακούσιος
- γονάτου τζερκ
- φυσικός
- γρήγορος
- απλός
- ξαφνικά
- Αναίσθητος
- απρόθυμος
- ενστικτώδης
- τυφλός
- ανεπίσημος
- ευκαιρία
- εξαρτημένος από κάποιον όρο
- αυτοσχεδιαστικός
- αυτοσχέδιος
- τυχαίος
- Επιπόλαιος
- παρορμητικός
- αυτοσχέδιος
- αυτοσχέδιος
- παρορμητικός
- ακούσιος
- ανόητος
- αυτοσχέδιο
- πρόχειρα
- παβλοβιανός
- τυχαίος
- Δερματικό εξάνθημα
- αντιδραστικός
- Έτοιμος
- Κλικ
- παρορμητικός
- υποσυνείδητος
- απρόσεκτος
- αυθόρμητο
- ακούσιος
- ακούσιο
- απρογραμμάτιστος
- μη προμελετημένο
- απροετοίμαστος
- αβάσιμος
- αναπάντεχος
- αμελέτητος
- άθελά του
- σπλαγχνικός
- υπολογισμένος
- προσεκτικός
- συνειδητός
- εσκεμμένος
- σχεδιασμένος
- σκοπούμενος
- εκούσιος
- Μη μηχανικός
- προκαθορισμένος
- προετοιμασμένος
- εκλεπτυσμένος
- εθελοντικός
- εθελοντικός
- εσκεμμένος
- εκούσιος
- θεωρούμενος
- Καλλιεργούμενος
- μετρημένος
- σχολαστικός
- προβλεπόμενος
- αιτιολογημένος
- προβλεπόμενος
- μελετήθηκε
- στοχαστικός
- διαθήκη
- Συμβουλευόταν
- εκ προθέσεως
- διορατικός
- προνοητικός
Nearest Words of mechanically
- mechanicalize => μηχανοποιώ
- mechanical system => Μηχανικό σύστημα
- mechanical press => Μηχανικός Τύπος
- mechanical piano => Μηχανικό πιάνο
- mechanical phenomenon => Μηχανικό φαινόμενο
- mechanical mixture => Μηχανικό μίγμα
- mechanical man => μηχανικός άνθρωπος
- mechanical engineering => Μηχανολογία
- mechanical engineer => μηχανικός μηχανικός
- mechanical energy => Μηχανική ενέργεια
- mechanically skillful => μηχανικά επιδέξιος
- mechanicalness => μηχανικότητα
- mechanician => Μηχανικός
- mechanico-chemical => Μηχανοχημικός
- mechanics => Μηχανική
- mechanic's lien => Δικαίωμα προνομιακής ικανοποίησης μηχανικού
- mechanisation => μηχανοποίηση
- mechanise => μηχανοποίηση
- mechanised => μηχανοποιημένος
- mechanism => μηχανισμός
Definitions and Meaning of mechanically in English
mechanically (r)
in a mechanical manner; by a mechanism
in a machinelike manner; without feeling
mechanically (adv.)
In a mechanical manner.
FAQs About the word mechanically
μηχανικά
in a mechanical manner; by a mechanism, in a machinelike manner; without feelingIn a mechanical manner.
αυτόματος,μηχανικός,αντανακλαστικό,ρομποτικός,αυθόρμητος,ξαφνικός,ενστικτώδης,ακούσιος,γονάτου τζερκ,φυσικός
υπολογισμένος,προσεκτικός,συνειδητός,εσκεμμένος,σχεδιασμένος,σκοπούμενος,εκούσιος,Μη μηχανικός,προκαθορισμένος,προετοιμασμένος
mechanicalize => μηχανοποιώ, mechanical system => Μηχανικό σύστημα, mechanical press => Μηχανικός Τύπος, mechanical piano => Μηχανικό πιάνο, mechanical phenomenon => Μηχανικό φαινόμενο,