Greek Meaning of boneheaded

boneheaded

Other Greek words related to boneheaded

Definitions and Meaning of boneheaded in English

Wordnet

boneheaded (s)

(used informally) stupid

FAQs About the word boneheaded

Definition not available

(used informally) stupid

απλός,αργός,παχύς,Εγκεφαλικός θάνατος,ανόητος,ηλίθιος,τρελός,πυκνό,αχνός,νυσταγμένος

οξύς,κατάλληλος,οξυδερκής,φωτεινό,εξαιρετικό,εγκεφαλικός,Έξυπνος,γρήγορος,ευφυής,διορατικός

bone-forming cell => Οστεοβλάστης, bonefish => οστεοειδές ψάρι, bone-dry => Στεγνό σαν κόκαλο, bonedog => Μποντόγκ, boned => με κόκκαλα,