Greek Meaning of boneless

Αποστεωμένο

Other Greek words related to Αποστεωμένο

Definitions and Meaning of boneless in English

Wordnet

boneless (a)

being without a bone or bones

Webster

boneless (a.)

Without bones.

FAQs About the word boneless

Αποστεωμένο

being without a bone or bonesWithout bones.

αγάπη,συγγένεια,ικανότητα,συσκευές,κλίση,τάση,εθισμός,όρεξη,λυγισμένος,Προκατάληψη

Αλλεργία,απέχθεια,Απόσπαση,δυσμένεια,απροθυμία,Αντιπάθεια,Αηδία,Ο ουδετερότητα,αντικειμενικότητα,απάθεια

bone-lazy => τεμπέλης σαν γάιδαρος, bone-idle => τεμπέλης, bone-forming cell => Οστεοβλάστης, bonefish => οστεοειδές ψάρι, bone-dry => Στεγνό σαν κόκαλο,