Greek Meaning of boneless
Αποστεωμένο
Other Greek words related to Αποστεωμένο
- αγάπη
- συγγένεια
- ικανότητα
- συσκευές
- κλίση
- τάση
- εθισμός
- όρεξη
- λυγισμένος
- Προκατάληψη
- διάθεση
- διάνοια
- Δώρο
- συνήθεια
- ώθηση
- ικανότητα
- στηριζόμενος
- μεροληψία
- προτίμηση
- προτίμηση
- προδιάθεση
- προτίμηση
- ευελιξία
- Τάση
- ταλέντο
- σειρά
- σύμβαση
- συνήθεια
- Εκκεντρικότητα
- προίκισμα
- Σχολή
- φανταχτερός
- χάρη
- ταλέντο
- στοργή
- φρούριο
- συνήθεια
- Ιδιοσυγκρασία
- κόμπος
- σαν
- συμπάθεια
- ιδιαιτερότητα
- κομματισμός
- μοτίβο
- ιδιαιτερότητα
- Πρακτική
- εξάσκηση
- προκατάληψη
- ιδιοτροπία
- ρουτίνα
- μοναδικότητα
- ειδικότητα
- Ειδικότητα
- γεύση
- τέχνασμα
- τρόπος
- δεν θα
- μονόπλευροτητα
Nearest Words of boneless
Definitions and Meaning of boneless in English
boneless (a)
being without a bone or bones
boneless (a.)
Without bones.
FAQs About the word boneless
Αποστεωμένο
being without a bone or bonesWithout bones.
αγάπη,συγγένεια,ικανότητα,συσκευές,κλίση,τάση,εθισμός,όρεξη,λυγισμένος,Προκατάληψη
Αλλεργία,απέχθεια,Απόσπαση,δυσμένεια,απροθυμία,Αντιπάθεια,Αηδία,Ο ουδετερότητα,αντικειμενικότητα,απάθεια
bone-lazy => τεμπέλης σαν γάιδαρος, bone-idle => τεμπέλης, bone-forming cell => Οστεοβλάστης, bonefish => οστεοειδές ψάρι, bone-dry => Στεγνό σαν κόκαλο,