Greek Meaning of luculently

ευκρινώς

Other Greek words related to ευκρινώς

Definitions and Meaning of luculently in English

Webster

luculently (adv.)

In a luculent manner; clearly.

FAQs About the word luculently

ευκρινώς

In a luculent manner; clearly.

φαινομενικός,σαφής,διακριτός,εμφανής,προφανής,απλός,αδιαμφισβήτητος,φαλακρός,θρασύς,Ευρύς

ασαφής,συννεφιασμένος,μυστηριώδης,σκοτεινός, -ή, -ό,αινιγματικός,αμφίβολος,ακατανόητος,ασαφής,μυστηριώδης,ασαφής

luculent => ζουμερός (zoumerós), lucule => Λούκουλλος, lucubratory => Λουκουμπρατόρικο, lucubrator => νυχτερινός συγγραφέας, lucubration => νυκτερινός στοχασμός,