Greek Meaning of livingness

βιωσιμότητα

Other Greek words related to βιωσιμότητα

Definitions and Meaning of livingness in English

Webster

livingness (n.)

The state or quality of being alive; possession of energy or vigor; animation; quickening.

FAQs About the word livingness

βιωσιμότητα

The state or quality of being alive; possession of energy or vigor; animation; quickening.

λειτουργικός,λειτουργική,επιχειρησιακό,λειτουργικός,ενεργός,ζωντανός,Λειτουργικός,πηγαίνω,ισχύει,σε

σπασμένο,νεκρός,αδρανής,ανενεργός,συλληφθείς,αναποτελεσματικός,αναποτελεσματικός,μη λειτουργικός,εκτός λειτουργίας,άχρηστος

livingly => ζωηρά, living will => Βιολογική διαθήκη, living wage => Βασικός μισθός, living trust => Εν ζωή εμπιστεύματα, living thing => Ζωντανό ον,