Greek Meaning of airheaded

airheaded

Other Greek words related to airheaded

Definitions and Meaning of airheaded in English

Wordnet

airheaded (s)

lacking seriousness; given to frivolity

FAQs About the word airheaded

Definition not available

lacking seriousness; given to frivolity

απλός,αργός,παχύς,Εγκεφαλικός θάνατος,ανόητος,ηλίθιος,τρελός,πυκνό,αχνός,νυσταγμένος

οξύς,κατάλληλος,έξυπνος,φωτεινό,εξαιρετικό,Έξυπνος,γρήγορος,ευφυής,διανοούμενος,έξυπνος

airhead => κουτόφραγκος, air-freight => αεροπορική μεταφορά εμπορευμάτων, airfreight => αεροπορική μεταφορά εμπορευμάτων, airframe => Ατράκτιος, airforce => Πολεμική Αεροπορία,