Greek Meaning of unceremoniousness

λιτότητα

Other Greek words related to λιτότητα

Definitions and Meaning of unceremoniousness in English

Wordnet

unceremoniousness (n)

an unceremonial manner

FAQs About the word unceremoniousness

λιτότητα

an unceremonial manner

ξαφνικός,αμβλύς,κοντός,μπλόφα,απότομος,απότομος,χοντροκομμένος,τραγανός,σύντομος,απολύτως

ελικοειδής,πολιτικός,προσεκτικός,ευγενικός,διπλωματικός,φιλεύσπλαχνος,ευγενικός,Πολιτική,λείο,ευγενικός

unceremoniously => αναίτια, unceremonious => ανεπίσημος, unceremonial => ανεπίσημος, uncentury => αιώνας, uncentre => Εκτός κέντρου,