Greek Meaning of orgiastic
orgiastic
Other Greek words related to orgiastic
- φρενήρης
- απελευθερωμένος
- ανεξέλεγκτος
- ερωτευμένος
- ενθουσιώδης
- Γεμάτος ενθουσιασμό και αφοσίωση
- υστερικός
- έντονο
- Μελοδραματικός
- εμμονικός
- υπερβολικά συναισθηματικός
- υπερδιεγερμένος
- υπερθερμασμένος
- Ανέκφραστος
- ζηλωτής
- φλογερός
- φλεγόμενος
- καίγοντας
- επιδεικτικός
- συναισθηματικός
- φλογερό
- φλογερός
- Πυρετώδης
- φλογερός
- φλεγόμενος
- φωτεινό
- τρεχούμενο
- ορμητικός
- οξύθυμος
- παθιασμένος
- λαμπτήρας πυρακτώσεως
- απότομος
- δακρύβρεχτος
- λιγούρης
- χυλώδης
- παθιασμένος
- παθιασμένος
- καυτός
- φλογερός
- θρησκευτικός
- Σακχαρίνη
- δακρύβρεχτος
- μελό
- Συναισθηματικός
- απρόσεκτος
- ζαχαρώδης
- Καυτός, καυλωμένος
- βίαιη
- ζεστός
- Υπερθερμασμένος
Nearest Words of orgiastic
Definitions and Meaning of orgiastic in English
orgiastic (s)
used of frenzied sexual activity
used of riotously drunken merrymaking
orgiastic (a.)
Pertaining to, or of the nature of, orgies.
FAQs About the word orgiastic
Definition not available
used of frenzied sexual activity, used of riotously drunken merrymakingPertaining to, or of the nature of, orgies.
φρενήρης,απελευθερωμένος,ανεξέλεγκτος,ερωτευμένος,ενθουσιώδης,Γεμάτος ενθουσιασμό και αφοσίωση,υστερικός,έντονο,Μελοδραματικός,εμμονικός
κρύος,κουλ,αποσπασμένος,αποστασιοποιημένος,ξηρός,αναίσθητος,απρόσωπος,Στόχος,αναίσθητος,κρατημένος
orgeis => Οργις, orgeat => Σιρόπι αμυγδάλου, organzine => οργαντζίν, organza => οργάντζα, organy => όργανα,