Greek Meaning of organs
όργανα
Other Greek words related to όργανα
- βιβλία
- δελτία
- περιοδικά
- περιοδικά
- εφημερίδες
- Περιοδικά
- εφημερίδες
- εκδόσεις
- εφημερίδες
- Περιοδικά
- Ενημερωτικά δελτία
- χαρτιά
- κουρέλια
- κριτικές
- σειρές
- ετήσια βιβλία
- ζίνες
- ετήσια
- Δίμηνα περιοδικά
- δεκαπενθήμερος
- Εφημερίδες
- χωνεύει
- επιπλέον
- φανζίν
- Μικρά περιοδικά
- (μηνιαία)
- ενημερωτικά περιοδικά
- εικονογραφημένα βιβλία
- τετραμηνιαία
- Ημιμηνιαία φέιγβολα
- Εβδομαδιαίες εφημερίδες
- σεντόνια
- συμπληρώματα
- Κίτρινος Τύπος
- καρτέλες
- εβδομαδιαία τριήμερα
- εβδομαδιαίοι
Nearest Words of organs
- organotrophic => οργανοτρόφο
- organoscopy => Οργανοσκόπηση
- organoplastic => οργανοπλαστικός
- organophosphate nerve agent => Οργανοφωσφορικός παράγων νεύρου
- organophosphate => Οργανοφωσφορικό
- organonymy => Oνομασία τόπων
- organon => Όργανον
- organometallic => οργανομεταλλικός
- organology => οργανολογία
- organological => οργανολογικός
Definitions and Meaning of organs in English
organs (n)
edible viscera of a butchered animal
FAQs About the word organs
όργανα
edible viscera of a butchered animal
βιβλία,δελτία,περιοδικά,περιοδικά,εφημερίδες,Περιοδικά,εφημερίδες,εκδόσεις,εφημερίδες,Περιοδικά
No antonyms found.
organotrophic => οργανοτρόφο, organoscopy => Οργανοσκόπηση, organoplastic => οργανοπλαστικός, organophosphate nerve agent => Οργανοφωσφορικός παράγων νεύρου, organophosphate => Οργανοφωσφορικό,