Greek Meaning of inconstantly

ασυνεπώς

Other Greek words related to ασυνεπώς

Definitions and Meaning of inconstantly in English

Webster

inconstantly (adv.)

In an inconstant manner.

FAQs About the word inconstantly

ασυνεπώς

In an inconstant manner.

μεταβλητός,ασυνεπής,απρόβλεπτος,ασταθής,ασταθής,Καπριτσιόζος,μεταβλητός,ασταθής,ευμετάβλητος,διακυμάνσεις

βέβαιος,σταθερά,αμετάβλητος,προβλέψιμος,σταθερός,στάσιμος,σταθερός,αμετάβλητος,αμετάβλητος,μόνιμος

inconstant => ασταθής, inconstancy => αστασιμότητα, inconstance => Ασταθής, inconspicuousness => διακριτικότητα, inconspicuously => διακριτικά,