Greek Meaning of adjacently

δίπλα

Other Greek words related to δίπλα

Definitions and Meaning of adjacently in English

Webster

adjacently (adv.)

So as to be adjacent.

FAQs About the word adjacently

δίπλα

So as to be adjacent.

γειτονικός,συνοριακός,Κοντινότερο,γειτονικός,όμορος,Επισυναπτόμενος,κοντά,συνδεδεμένος,συνορεύων,Συνεχής

Ξεχωριστά,αποσπασμένος,μακρινό,πιο μακριά,απομονώνω,απομονωμένος,Μη γειτονικός,αφαιρέθηκε,ξεχωριστό,ανύπαντρος

adjacent => παρακείμενος, adjacency => Γειτνίαση, adjacence => γεϊτνίαση, aditya => Αντιτύας, aditi => Άντιτι,